- απόβλητος
- -η, -ο (AM ἀπόβλητος, -ον) [αποβάλλω]1. αυτός που έχει αποβληθεί από κάπου2. ο απομονωμένος, ο αξιοκαταφρόνητοςαρχ.εκείνος που είναι δυνατόν να χαθείνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. βιομηχανικά απόβλητακάθε στερεή, υγρή ή αέρια ουσία ή και η θερμότητα που προκύπτουν από παραγωγικές διαδικασίες και έχουν οικονομική αξία μικρότερη από το κόστος ανάκτησης τους.
Dictionary of Greek. 2013.